- σκυτοβυρσεύς
- σκῡτο-βυρσεύς, έως, ὁ,A leather-worker, OGI495.6 ([place name] Cibyra).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σκυτοβυρσεύς — εως, ὁ, Α εργάτης που κατεργάζεται δέρματα, βυρσοδέψης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «κατεργασμένο δέρμα» + βυρσεύς (< βύρσα «δέρμα, τομάρι»)] … Dictionary of Greek